- εκβόλιμος
- ἐκβόλιμος, -ον (Α)1. αυτός που αποβλήθηκε2. μάταιος, επιπόλαιος3. απόβλητος4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐκβόλιμονπαιδί που γεννήθηκε πρόωρα ή έμβρυο που αποβλήθηκε.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκβόλιμος — thrown out masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκβόλιμον — ἐκβόλιμος thrown out masc/fem acc sg ἐκβόλιμος thrown out neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκβολίμοις — ἐκβόλιμος thrown out masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκβόλιμοι — ἐκβόλιμος thrown out masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)